Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας break away
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks away
αόριστος broke away
παθητική μετοχή broken away
ενεργητική μετοχή breaking away

  Ετυμολογία επεξεργασία

break away < → δείτε τις λέξεις break και away

  Ρήμα επεξεργασία

break away (en)

  • προσπαθώ να φύγω από την αγκαλιά κάποιου ή από μία ομάδα

  Πηγές επεξεργασία