αποσκιρτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποσκιρτώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποσκιρτῶ
Ρήμα
επεξεργασία
αποσκιρτώ
- μεταπηδώ σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
- αυτομολώ
- Ένας σοβιετικός κατάσκοπος αποσκίρτησε στη Δύση.