Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσκιρτώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποσκιρτῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αποσκιρτώ

  1. μεταπηδώ σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
  2. αυτομολώ
    Ένας σοβιετικός κατάσκοπος αποσκίρτησε στη Δύση.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία