Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτομολώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτομολώ
<
αρχαία ελληνική
αὐτομολῶ
<
αυτο-
+ μολών: μετοχή αορίστου του ρήματος
βλώσκω
(
έρχομαι, πορεύομαι
) έμολον, μολών, εξ ου και "μολών λαβέ"
Ρήμα
επεξεργασία
αυτομολώ
καταφεύγω
στις τάξεις του
εχθρού
Συγγενικά
επεξεργασία
αυτόμολος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτομολώ
αγγλικά
:
defect
(en)
γαλλικά
:
déserter
(fr)
,
passer
(fr)
à l'
ennemi
(fr)