Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτομολώ < αρχαία ελληνική αὐτομολῶ < αυτο- + μολών: μετοχή αορίστου του ρήματος βλώσκω (έρχομαι, πορεύομαι) έμολον, μολών, εξ ου και "μολών λαβέ"

  Ρήμα επεξεργασία

αυτομολώ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία