αυτόμολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτόμολος | οι | αυτόμολοι |
γενική | του | αυτόμολου & αυτομόλου |
των | αυτόμολων & αυτομόλων |
αιτιατική | τον | αυτόμολο | τους | αυτόμολους & αυτομόλους |
κλητική | αυτόμολε | αυτόμολοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτόμολος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐτόμολος < αρχαία ελληνική αὐτομολῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτόμολος αρσενικό
- αυτός που αυτομόλησε, που κατέφυγε στις τάξεις του εχθρού
- ※ Για τους Βενιζελικούς στρατιωτικούς και προπαντός για τους Αμυνίτες, που πολεμούσαν από το φθινόπωρο του 1916 για την ελληνική Μακεδονία, όλοι αυτοί – οι στασιαστές, οι λιποτάκτες και κατεξοχήν οι αυτομόλοι – δεν ήσαν παρά “επάρατοι μητραλοίαι” (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος (2015) 1915 - Ο Εθνικός Διχασμός, Εκδόσεις Πατάκη)