Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόμολος < αὐτός + ἔμολον (αορ. του βλώσκω)

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ αὐτόμολος,ον

  1. αυτός που έρχεται ή πηγαίνει κάπου απρόσκλητος
  2. αυτός που πηγαίνει στις τάξεις του εχθρού

Συγγενικά επεξεργασία