αὐτόμολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὁ, ἡ αὐτόμολος,ον
- αυτός που έρχεται ή πηγαίνει κάπου απρόσκλητος
- αυτός που πηγαίνει στις τάξεις του εχθρού
Συγγενικά
επεξεργασία- αὐτομολέω -μεταπηδώ στο εχθρικό στρατόπεδο