στρατόπεδο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρατόπεδο < αρχαία ελληνική στρατόπεδον < στρατός + πέδον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στρατόπεδο ουδέτερο
- εγκατάσταση, μόνιμη ή παροδική, που στεγάζει μία ή περισσότερες στρατιωτικές μονάδες
- καταυλισμός, τόπος όπου έχει εγκατασταθεί σε σκηνές ένα σύνολο ανθρώπων
- στρατόπεδο προσφύγων
- χώρος όπου ζει ένα σύνολο ανθρώπων υπό καθεστώς φρούρησης
- χιλιάδες Εβραίοι βρήκαν το θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης
- (μεταφορικά) παράταξη πολιτική, ιδεολογική κλπ
- ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα των διεκδικητών της αρχηγίας του κόμματος