στρατόπεδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατόπεδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατόπεδον < στρατό- + πέδον > -πεδο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaˈto.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τό‐πε‐δο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατόπεδο ουδέτερο
- εγκατάσταση, μόνιμη ή παροδική, που στεγάζει μία ή περισσότερες στρατιωτικές μονάδες
- καταυλισμός, τόπος όπου έχει εγκατασταθεί σε σκηνές ένα σύνολο ανθρώπων
- ⮡ στρατόπεδο προσφύγων
- χώρος όπου ζει ένα σύνολο ανθρώπων υπό καθεστώς φρούρησης
- ⮡ Χιλιάδες Εβραίοι βρήκαν το θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
- (μεταφορικά) παράταξη πολιτική, ιδεολογική κλπ
- ⮡ Ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα των διεκδικητών της αρχηγίας του κόμματος.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στρατός, πεδίο και πόδι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στρατόπεδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατόπεδο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)