↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρατόπεδο τα στρατόπεδα
      γενική του στρατοπέδου
στρατόπεδου
των στρατοπέδων
    αιτιατική το στρατόπεδο τα στρατόπεδα
     κλητική στρατόπεδο στρατόπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατόπεδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατόπεδον < στρατό- + πέδον > -πεδο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾaˈto.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τό‐πε‐δο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατόπεδο ουδέτερο

  1. εγκατάσταση, μόνιμη ή παροδική, που στεγάζει μία ή περισσότερες στρατιωτικές μονάδες
  2. καταυλισμός, τόπος όπου έχει εγκατασταθεί σε σκηνές ένα σύνολο ανθρώπων
    ⮡  στρατόπεδο προσφύγων
  3. χώρος όπου ζει ένα σύνολο ανθρώπων υπό καθεστώς φρούρησης
    ⮡  Χιλιάδες Εβραίοι βρήκαν το θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
  4. (μεταφορικά) παράταξη πολιτική, ιδεολογική κλπ
    ⮡  Ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα των διεκδικητών της αρχηγίας του κόμματος.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στρατός, πεδίο και πόδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία