πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταυλισμός οι καταυλισμοί
      γενική του καταυλισμού των καταυλισμών
    αιτιατική τον καταυλισμό τους καταυλισμούς
     κλητική καταυλισμέ καταυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.vliˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταυλισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταυλισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία