campement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
campement | campements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcampement (fr) αρσενικό
- η κατασκήνωση, ο καταυλισμός, ο συνοικισμός, η στρατοπέδευση
ενικός | πληθυντικός |
campement | campements |
campement (fr) αρσενικό