στρατοπέδευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρατοπέδευση | οι | στρατοπεδεύσεις |
γενική | της | στρατοπέδευσης* | των | στρατοπεδεύσεων |
αιτιατική | τη | στρατοπέδευση | τις | στρατοπεδεύσεις |
κλητική | στρατοπέδευση | στρατοπεδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρατοπεδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρατοπέδευση < αρχ. στρατοπέδευσις < στρατοπεδευ (στρατοπεδεύω) -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατοπέδευση θηλυκό
- (στρατ.) η εγκατάσταση ενός στρατιωτικού σώματος σε υπαίθριο χώρο έξω από τις μόνιμες εγκαταστάσεις.