κατασκήνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατασκήνωση | οι | κατασκηνώσεις |
γενική | της | κατασκήνωσης* | των | κατασκηνώσεων |
αιτιατική | την | κατασκήνωση | τις | κατασκηνώσεις |
κλητική | κατασκήνωση | κατασκηνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασκηνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατασκήνωση < (ελληνιστική κοινή) κατασκήνωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατασκήνωση θηλυκό
- η ενέργεια του κατασκηνώνω
- ο χώρος με σκηνές όπου κατασκηνώνει ένα σύνολο ανθρώπων
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο των ατόμων που κατασκηνώνουν σε έναν χώρο
- το σύνολο εγκαταστάσεων για παραθερισμό ανηλίκων που επιβλέπονται από ομάδα ενηλίκων, με η χωρίς εκπαιδευτικούς σκοπούς
- ο παραθερισμός ανηλίκων σε τέτοιες εγκαταστάσεις