↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασκήνωση οι κατασκηνώσεις
      γενική της κατασκήνωσης* των κατασκηνώσεων
    αιτιατική την κατασκήνωση τις κατασκηνώσεις
     κλητική κατασκήνωση κατασκηνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασκηνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκήνωση < (ελληνιστική κοινή) κατασκήνωσις
 
Κατασκήνωση δίπλα σε δάσος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασκήνωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του κατασκηνώνω
  2. ο χώρος με σκηνές όπου κατασκηνώνει ένα σύνολο ανθρώπων
  3. (κατ’ επέκταση) το σύνολο των ατόμων που κατασκηνώνουν σε έναν χώρο
  4. το σύνολο εγκαταστάσεων για παραθερισμό ανηλίκων που επιβλέπονται από ομάδα ενηλίκων, με η χωρίς εκπαιδευτικούς σκοπούς
  5. ο παραθερισμός ανηλίκων σε τέτοιες εγκαταστάσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία