κατασκηνώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασκηνώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκηνώνω
- θα κατασκηνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκηνώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακατασκηνώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατασκήνωση