Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκηνώνω < αρχαία ελληνική κατασκηνόω - κατασκηνῶ[1]

κατασκηνώνω, αόρ.: κατασκήνωσα, χωρίς παθητικούς τύπους[2]

  1. στήνω σκηνή και διαμένω στο ύπαιθρο
  2. διαμένω σε camping

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κατασκηνώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).