παραθερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραθερισμός < παραθερίζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραθερισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραθερίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παραθερίζω και θέρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραθερισμός