Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραθέρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παραθέρισμα
τα
παραθερίσμα
τ
α
γενική
του
παραθερίσμα
τ
ος
των
παραθερισμά
τ
ων
αιτιατική
το
παραθέρισμα
τα
παραθερίσμα
τ
α
κλητική
παραθέρισμα
παραθερίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραθέρισμα
<
παραθερίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραθέρισμα
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
παραθερισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραθέρισμα
→
δείτε
τη λέξη
παραθερισμός