Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκαλοκαιριό τα ξεκαλοκαιριά
      γενική του ξεκαλοκαιριού των ξεκαλοκαιριών
    αιτιατική το ξεκαλοκαιριό τα ξεκαλοκαιριά
     κλητική ξεκαλοκαιριό ξεκαλοκαιριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκαλοκαιριό < ξεκαλοκαιρεύω + -ιό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκαλοκαιριό ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) η ορεινή περιοχή που επιλέγουν οι κτηνοτρόφοι να περάσουν τους ανοιξιάτικους, καλοκαιρινούς ή πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, ώστε να βρίσκονται κοντά σε βοσκοτόπια για το κοπάδι τους
     αντώνυμα: χειμαδιό
  2. (λαϊκότροπο) άλλη γραφή του ξεκαλοκαίριασμα
     αντώνυμα: ξεχειμώνιασμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία