ξεχειμώνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχειμώνιασμα < ξεχειμωνιάζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεχειμώνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχειμωνιάζω, το πέρασμα του χειμώνα
- ⮡ Καλό ξεχειμώνιασμα! (να περάσετε όσο γίνεται πιο καλά το χειμώνα, που θεωρείται δύσκολη εποχή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεχειμώνιασμα