Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκαλοκαίριασμα τα ξεκαλοκαιριάσματα
      γενική του ξεκαλοκαιριάσματος των ξεκαλοκαιριασμάτων
    αιτιατική το ξεκαλοκαίριασμα τα ξεκαλοκαιριάσματα
     κλητική ξεκαλοκαίριασμα ξεκαλοκαιριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκαλοκαίριασμα < ξεκαλοκαιριάζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκαλοκαίριασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία