Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατασκηνώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κατασκηνώτρι
α
οι
κατασκηνώτρι
ες
γενική
της
κατασκηνώτρι
ας
των
κατασκηνωτρι
ών
αιτιατική
την
κατασκηνώτρι
α
τις
κατασκηνώτρι
ες
κλητική
κατασκηνώτρι
α
κατασκηνώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατασκηνώτρια
<
κατασκηνωτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατασκηνώτρια
θηλυκό
αυτή που διαμένει σε μια
κατασκήνωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατασκηνώτρια
αγγλικά
:
camper
(en)
γαλλικά
:
campeuse
(fr)