Δείτε επίσης: μεταπηδῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταπηδώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταπηδῶ, συνηρημένος τύπος του μεταπηδάω < μετα- + αρχαία ελληνική πηδάω / πηδῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.piˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐πη‐δώ

  Ρήμα επεξεργασία

μεταπηδώ/μεταπηδάω, αόρ.: μεταπήδησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εγκαταλείπω μια ομάδα ή παράταξη και εντάσσομαι σε άλλη (αντίπαλη)
     συνώνυμα: αποσκιρτώ, αποστατώ
  2. μετατοπίζομαι από ένα μέρος σε άλλο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία