μεταπηδάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπηδάω < μεταπηδ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταπηδῶ, συνηρημένος τύπος του μεταπηδάω < μετα- + αρχαία ελληνική πηδάω / πηδῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.piˈða.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πη‐δά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαμεταπηδάω
- λιγότερο επίσημη μορφή του μεταπηδώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταπηδάω - μεταπηδώ | μεταπηδούσα | θα μεταπηδάω - μεταπηδώ | να μεταπηδάω - μεταπηδώ | μεταπηδώντας | |
β' ενικ. | μεταπηδάς | μεταπηδούσες | θα μεταπηδάς | να μεταπηδάς | μεταπήδα - μεταπήδαγε | |
γ' ενικ. | μεταπηδάει - μεταπηδά | μεταπηδούσε | θα μεταπηδάει - μεταπηδά | να μεταπηδάει - μεταπηδά | ||
α' πληθ. | μεταπηδάμε - μεταπηδούμε | μεταπηδούσαμε | θα μεταπηδάμε - μεταπηδούμε | να μεταπηδάμε - μεταπηδούμε | ||
β' πληθ. | μεταπηδάτε | μεταπηδούσατε | θα μεταπηδάτε | να μεταπηδάτε | μεταπηδάτε | |
γ' πληθ. | μεταπηδάν(ε) - μεταπηδούν(ε) | μεταπηδούσαν(ε) | θα μεταπηδάν(ε) - μεταπηδούν(ε) | να μεταπηδάν(ε) - μεταπηδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταπήδησα | θα μεταπηδήσω | να μεταπηδήσω | μεταπηδήσει | ||
β' ενικ. | μεταπήδησες | θα μεταπηδήσεις | να μεταπηδήσεις | μεταπήδα - μεταπήδησε | ||
γ' ενικ. | μεταπήδησε | θα μεταπηδήσει | να μεταπηδήσει | |||
α' πληθ. | μεταπηδήσαμε | θα μεταπηδήσουμε | να μεταπηδήσουμε | |||
β' πληθ. | μεταπηδήσατε | θα μεταπηδήσετε | να μεταπηδήσετε | μεταπηδήστε | ||
γ' πληθ. | μεταπήδησαν μεταπηδήσαν(ε) |
θα μεταπηδήσουν(ε) | να μεταπηδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταπηδήσει | είχα μεταπηδήσει | θα έχω μεταπηδήσει | να έχω μεταπηδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταπηδήσει | είχες μεταπηδήσει | θα έχεις μεταπηδήσει | να έχεις μεταπηδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταπηδήσει | είχε μεταπηδήσει | θα έχει μεταπηδήσει | να έχει μεταπηδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταπηδήσει | είχαμε μεταπηδήσει | θα έχουμε μεταπηδήσει | να έχουμε μεταπηδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταπηδήσει | είχατε μεταπηδήσει | θα έχετε μεταπηδήσει | να έχετε μεταπηδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταπηδήσει | είχαν μεταπηδήσει | θα έχουν μεταπηδήσει | να έχουν μεταπηδήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταπηδάω
|