Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταπηδάω < μεταπηδ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταπηδῶ, συνηρημένος τύπος του μεταπηδάω < μετα- + αρχαία ελληνική πηδάω / πηδῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.piˈða.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐πη‐δά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταπηδάω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία