Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βλώσκω 
Παρατατικός  ἔβλωσκον 
Μέλλοντας  βλώξω   μολοῦμαι 
Αόριστος  ἔβλωξα, ἔμολον, ἔβλων 
Παρακείμενος  μέμβλωκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλώσκω < μλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος < μολίσκω (έρχομαι μετά κόπου) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

βλώσκω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αὐτομολέω

Εκφράσεις

επεξεργασία