Δείτε επίσης: Ἀγχίμολος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγχίμολος τὸ ἀγχίμολον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγχιμόλου τοῦ ἀγχιμόλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀγχιμόλ τῷ ἀγχιμόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγχίμολον τὸ ἀγχίμολον
     κλητική ! ἀγχίμολε ἀγχίμολον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγχίμολοι τὰ ἀγχίμολ
      γενική τῶν ἀγχιμόλων τῶν ἀγχιμόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγχιμόλοις τοῖς ἀγχιμόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγχιμόλους τὰ ἀγχίμολ
     κλητική ! ἀγχίμολοι ἀγχίμολ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγχιμόλω τὼ ἀγχιμόλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγχιμόλοιν τοῖν ἀγχιμόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγχίμολος < ἀγχί + -μολος < ἔμολον (αόριστος β' του βλώσκω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγχίμολος

  1. που πλησιάζει, που έρχεται κοντά
  2. (το ουδέτερο ως επίρρημα) (τὸ ἀγχίμολον) κοντά
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 502 (502-503)
    Τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη, | Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
    Την ίδια ώρα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα, βρέθηκε πλάι τους, | με τη μορφή του Μέντορα, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 325 (325-326)
    Ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη, | καί σφεας θαρσύνουσ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
    Δίπλα τους ήρθε η θεά Αθηνά η αστραπόματη | και λόγια τούς είπε φτερωτά, για να τους δώσει θάρρος:
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία