γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βλωθρός βλωθρᾱ́ τὸ βλωθρόν
      γενική τοῦ βλωθροῦ τῆς βλωθρᾶς τοῦ βλωθροῦ
      δοτική τῷ βλωθρ τῇ βλωθρ τῷ βλωθρ
    αιτιατική τὸν βλωθρόν τὴν βλωθρᾱ́ν τὸ βλωθρόν
     κλητική ! βλωθρέ βλωθρᾱ́ βλωθρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βλωθροί αἱ βλωθραί τὰ βλωθρᾰ́
      γενική τῶν βλωθρῶν τῶν βλωθρῶν τῶν βλωθρῶν
      δοτική τοῖς βλωθροῖς ταῖς βλωθραῖς τοῖς βλωθροῖς
    αιτιατική τοὺς βλωθρούς τὰς βλωθρᾱ́ς τὰ βλωθρᾰ́
     κλητική ! βλωθροί βλωθραί βλωθρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βλωθρώ τὼ βλωθρᾱ́ τὼ βλωθρώ
      γεν-δοτ τοῖν βλωθροῖν τοῖν βλωθραῖν τοῖν βλωθροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλωθρός < βλώσκω

  Επίθετο

επεξεργασία

βλωθρός, -ά, -όν