βλωθρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλωθρός < βλώσκω
Επίθετο
επεξεργασίαβλωθρός, -ά, -όν
- (για δέντρα) ψηλός, ευθυτενής, επιβλητικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 390 (389-391)
- ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωΐς, | ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ᾽ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες | ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
- Κι έπεσεν, όπως πέφτει δρυς, ή λεύκα, ή φουντωμένος | υψηλός πεύκος, πόκαψαν τέκτονες εις τα όρη | μ᾽ αξίνες νεοτρόχιστες μ᾽ αυτό να στήσουν πλοίον·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωΐς, | ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ᾽ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες | ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 390 (389-391)
Πηγές
επεξεργασία- βλωθρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλωθρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.