→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὠκύμολος τὸ ὠκύμολον
      γενική τοῦ/τῆς ὠκυμόλου τοῦ ὠκυμόλου
      δοτική τῷ/τῇ ὠκυμόλ τῷ ὠκυμόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠκύμολον τὸ ὠκύμολον
     κλητική ! ὠκύμολε ὠκύμολον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠκύμολοι τὰ ὠκύμολ
      γενική τῶν ὠκυμόλων τῶν ὠκυμόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠκυμόλοις τοῖς ὠκυμόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠκυμόλους τὰ ὠκύμολ
     κλητική ! ὠκύμολοι ὠκύμολ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠκυμόλω τὼ ὠκυμόλω
      γεν-δοτ τοῖν ὠκυμόλοιν τοῖν ὠκυμόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠκύμολος < ὠκύ(ς) + -μολος < ἔμολον (αόριστος β' του βλώσκω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠκύμολος -ος, -ον