ὠκύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὠκῠ́ς | ἡ | ὠκεῖᾰ | τὸ | ὠκῠ́ |
γενική | τοῦ | ὠκέος | τῆς | ὠκείᾱς ιωνικός επικός ὠκέᾰ |
τοῦ | ὠκέος |
δοτική | τῷ | (ὠκέϊ) ὠκεῖ | τῇ | ὠκείᾳ | τῷ | (ὠκέϊ) ὠκεῖ |
αιτιατική | τὸν | ὠκῠ́ν | τὴν | ὠκεῖᾰν | τὸ | ὠκῠ́ |
κλητική ὦ! | ὠκῠ́ | ὠκεῖᾰ | ὠκῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (ὠκέες) ὠκεῖς | αἱ | ὠκεῖαι | τὰ | ὠκέᾰ |
γενική | τῶν | ὠκέων | τῶν | ὠκειῶν επικός ὠκειάων |
τῶν | ὠκέων |
δοτική | τοῖς | ὠκέσῐ(ν) | ταῖς | ὠκείαις | τοῖς | ὠκέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | ὠκεῖς | τὰς | ὠκείᾱς | τὰ | ὠκέᾰ |
κλητική ὦ! | (ὠκέες) ὠκεῖς | ὠκεῖαι | ὠκέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠκέε (ὠκεῖ) | τὼ | ὠκείᾱ | τὼ | ὠκέε (ὠκεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | ὠκέοιν | τοῖν | ὠκείαιν | τοῖν | ὠκέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠκύς < πιθανόν εκτεταμένη ρίζα ὀκ κοινή με το ὀξύς
Επίθετο
επεξεργασίαὠκύς, ὠκεῖα, ὠκύ
- γρήγορος, ταχύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 468 (στίχοι 468-469)
- ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, | κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
- Σ᾽ αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος, | δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, | κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 187
- Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
- Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς της αποκρίθη ο θείος:
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 468 (στίχοι 468-469)
- οξύς, κοφτερός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 395
- τλῆ δ᾽ Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν,
- Βάσταξε και ο θεόρατος ο Άδης πικρό βέλος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τλῆ δ᾽ Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 395
- → δείτε τὸ ὠκύ
- (ουσιαστικοποιημένο) η ταχύτητα, το γρήγορο του πράγματος αλλά και η οξύτητα της αντίληψης, η εξυπνάδα
- (ως επίρρημα) γρήγορα, μεμιάς
παραθετικά
επεξεργασία- ὠκύτερος, ὠκυτέρα, ὠκύτερον και ὠκίων
- ὠκύτατος, ὠκυτάτη, ὠκύτατον και ὤκιστος, ὠκίστη, ὤκιστον
- ὤκιστα (υπερθετικός του ομόρριζου επιρρήματος)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὠκυ- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὠκύ- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (νέα ελληνική) ωκυτοκίνη (ορμόνη)
Πηγές
επεξεργασία- ὠκύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠκύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.