Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκύτης < ὠκύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠκύτης θηλυκό

  1. η ταχύτητα, η σπουδή, η βιασύνη
  2. η οξύτητα


Συγγενικά επεξεργασία