Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠκυβόλος τὸ ὠκυβόλον οἱ, αἱ ὠκυβόλοι τὰ ὠκυβόλα
Γενική τοῦ, τῆς ὠκυβόλου τοῦ ὠκυβόλου τῶν ὠκυβόλων τῶν ὠκυβόλων
Δοτική τῷ, τῇ ὠκυβόλῳ τῷ ὠκυβόλῳ τοῖς, ταῖς ὠκυβόλοις τοῖς ὠκυβόλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠκυβόλον τὸ ὠκυβόλον τοὺς, τὰς ὠκυβόλους τὰ ὠκυβόλα
Κλητική ὠκυβόλε ὠκυβόλον ὠκυβόλοι ὠκυβόλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠκυβόλω
Γενική-Δοτική ὠκυβόλοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκυβόλος < ὠκύς + βάλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ὠκυβόλος, -ος, -ον