Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠκυδρόμας < ὠκυ- (ὠκύς) + θέμα δραμ- του τρέχω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠκυδρόμας αρσενικό ή θηλυκό και ὠκυδρόμον το ουδέτερο καθώ και ὠκυδρόμος, -ος, ον (πιθανόν και ως ουσιαστικό)