ὠκύπορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠκύπορος, -ος, -ον
- που διαβαίνει, περνάει γρήγορα, που ρέει γοργά, ο ταχέως πορευόμενος, ο ταξιδεύων, ρέων
- ...καὶ καταθάψομεν, οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων, ἀλλ᾽ Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως θυγάτηρ, ὡς χρή, πατέρ᾽ ἀντιάσασα πρὸς ὠκύπορον πόρθμευμ᾽ ἀχέων περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει. : ... θα τον θάψουμε χωρίς μοιρολόγια απ' το σπίτι. Η Ιφιγένεια, όμως, με πόση χαρά, σαν καλή θυγατέρα, τον πατέρα της όταν δεχτή στο γοργό ποταμό των καϋμών, αγκαλιάζοντας θέλει φιλήση (Αισχ. Αγαμέμνων, 1557, απόδοση Γ. Γρυπάρη, 1911)