Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

βαλοῦσα < βαλῶν ή βαλών < βάλλω

  • θηλυκό της λέξης βαλών (μετοχής αορίστου του ρήματος βάλλω), στην ονομαστική και κλητική ενικού
  • θηλυκό της λέξης βαλῶν (μετοχής μέλλοντα του ρήματος βάλλω), στην ονομαστική και κλητική ενικού
  • δυϊκός (ονομαστική, αιτιατική, κλητική) της μετοχής βαλοῦσα, θηλυκό είτε της μετοχής βαλῶν (οπότε μετοχής μέλλοντα) είτε της μετοχής βαλών (οπότε μετοχή αορίστου)