βαλοῦσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαβαλοῦσα < βαλῶν ή βαλών < βάλλω
- θηλυκό της λέξης βαλών (μετοχής αορίστου του ρήματος βάλλω), στην ονομαστική και κλητική ενικού
- θηλυκό της λέξης βαλῶν (μετοχής μέλλοντα του ρήματος βάλλω), στην ονομαστική και κλητική ενικού
- δυϊκός (ονομαστική, αιτιατική, κλητική) της μετοχής βαλοῦσα, θηλυκό είτε της μετοχής βαλῶν (οπότε μετοχής μέλλοντα) είτε της μετοχής βαλών (οπότε μετοχή αορίστου)