Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόρθμευμα < πορθμός < περάω / πείρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόρθμευμα ουδέτερο

  1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα
  2. πιθανόν το μέσο μεταφοράς