Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορευόμενος η πορευόμενη το πορευόμενο
      γενική του πορευόμενου της πορευόμενης του πορευόμενου
    αιτιατική τον πορευόμενο την πορευόμενη το πορευόμενο
     κλητική πορευόμενε πορευόμενη πορευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορευόμενοι οι πορευόμενες τα πορευόμενα
      γενική των πορευόμενων των πορευόμενων των πορευόμενων
    αιτιατική τους πορευόμενους τις πορευόμενες τα πορευόμενα
     κλητική πορευόμενοι πορευόμενες πορευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορευόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορευόμενος

  Μετοχή επεξεργασία

πορευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Συγγενικά επεξεργασία

συχνότερα σε σύνθετα όπως:

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πορευόμενος πορευομένη τὸ πορευόμενον
      γενική τοῦ πορευομένου τῆς πορευομένης τοῦ πορευομένου
      δοτική τῷ πορευομέν τῇ πορευομέν τῷ πορευομέν
    αιτιατική τὸν πορευόμενον τὴν πορευομένην τὸ πορευόμενον
     κλητική ! πορευόμενε πορευομένη πορευόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πορευόμενοι αἱ πορευόμεναι τὰ πορευόμεν
      γενική τῶν πορευομένων τῶν πορευομένων τῶν πορευομένων
      δοτική τοῖς πορευομένοις ταῖς πορευομέναις τοῖς πορευομένοις
    αιτιατική τοὺς πορευομένους τὰς πορευομένᾱς τὰ πορευόμεν
     κλητική ! πορευόμενοι πορευόμεναι πορευόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πορευομένω τὼ πορευομέν τὼ πορευομένω
      γεν-δοτ τοῖν πορευομένοιν τοῖν πορευομέναιν τοῖν πορευομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πορευόμενος, -η, -ον