πορευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πορευόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορευόμενος
Μετοχή
επεξεργασία
πορευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- (λόγιο, παρωχημένο)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
πορευόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (πορεύομαι) του ρήματος πορεύω