Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιάσασα < μετοχή των ρημάτων ἀντιάζω και ἀντιάω (στον ΄Ομηρο ἀντιόω)

ἀντιάσασα

  1. θηλυκό του ἀντιάσας, μετοχής αορίστου του ἀντιάω και ἀντιάζω
    εκείνη που προσέτρεξε να συναντήσει, που πήγε να συναντήσει