φιλήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφιλήσει
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφιλήσει
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα (φιλήσω) του φιλέω / φιλῶ
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου μέλλοντα (φιλήσομαι) του φιλέω / φιλῶ
- εναλλακτικά: φιλήσῃ
- επικός τύπος : γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του φιλέω
- δωρικός τύπος : γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα του φιλέω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφιλήσει θηλυκό