ὠκύτοκον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὠκύτοκον | τὰ | ὠκύτοκᾰ |
γενική | τοῦ | ὠκυτόκου | τῶν | ὠκυτόκων |
δοτική | τῷ | ὠκυτόκῳ | τοῖς | ὠκυτόκοις |
αιτιατική | τὸ | ὠκύτοκον | τὰ | ὠκύτοκᾰ |
κλητική ὦ! | ὠκύτοκον | ὠκύτοκᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠκυτόκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠκυτόκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὠκύτοκον < ουδέτερο του επιθέτου ὠκύτοκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὠκύτοκον (ουσιαστικοποιημένο επίθετο)
- ο γρήγορος εύκολος τοκετός