Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠκυτόκιος τὸ ὠκυτόκιον οἱ, αἱ ὠκυτόκιοι τὰ ὠκυτόκια
Γενική τοῦ, τῆς ὠκυτοκίου τοῦ ὠκυτοκίου τῶν ὠκυτοκίων τῶν ὠκυτοκίων
Δοτική τῷ, τῇ ὠκυτοκίῳ τῷ ὠκυτοκίῳ τοῖς, ταῖς ὠκυτοκίοις τοῖς ὠκυτοκίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠκυτόκιον τὸ ὠκυτόκιον τοὺς, τὰς ὠκυτοκίους τὰ ὠκυτόκια
Κλητική ὠκυτόκιε ὠκυτόκιον ὠκυτόκιοι ὠκυτόκια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠκυτοκίω
Γενική-Δοτική ὠκυτοκίοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκυτόκιος < ὠκύτοκος

  Επίθετο επεξεργασία

ὠκυτόκιος,ος,ον

  1. που διευκολύνει τον τοκετό
  2. το ουδέτερο (το ὠκυτόκιον) ως ουσιαστικό: το φάρμακο που βοηθά στον γρήγορο, εύκολο τοκετό, που τον επιταχύνει

Συγγενικά επεξεργασία