Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὠκυτόκιον τὰ ὠκυτόκι
      γενική τοῦ ὠκυτοκίου τῶν ὠκυτοκίων
      δοτική τῷ ὠκυτοκί τοῖς ὠκυτοκίοις
    αιτιατική τὸ ὠκυτόκιον τὰ ὠκυτόκι
     κλητική ! ὠκυτόκιον ὠκυτόκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠκυτοκίω
γεν-δοτ τοῖν  ὠκυτοκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκυτόκιον < ουδέτερο του επιθέτου ὠκυτόκιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠκυτόκιον

  • το φάρμακο που βοηθά στον γρήγορο, εύκολο τοκετό, που τον επιταχύνει

Συγγενικά επεξεργασία