ὠκύμορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὠκῠμορο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὠκύμορος | τὸ | ὠκύμορον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὠκυμόρου | τοῦ | ὠκυμόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὠκυμόρῳ | τῷ | ὠκυμόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὠκύμορον | τὸ | ὠκύμορον | ||
κλητική ὦ! | ὠκύμορε | ὠκύμορον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὠκύμοροι | τὰ | ὠκύμορᾰ | ||
γενική | τῶν | ὠκυμόρων | τῶν | ὠκυμόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὠκυμόροις | τοῖς | ὠκυμόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὠκυμόρους | τὰ | ὠκύμορᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὠκύμοροι | ὠκύμορᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠκυμόρω | τὼ | ὠκυμόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠκυμόροιν | τοῖν | ὠκυμόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠκύμορος, -ος, -ον
- που αποθνήσκει γρήγορα, πρόωρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 95 (95-96)
- «ὠκύμορος δή μοι, τέκος, ἔσσεαι, οἷ᾽ ἀγορεύεις· | αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ᾽ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος.»
- «Και τότε ολιγοήμερος θα είσαι, αγαπητέ μου, | ότ᾽ ύστερ᾽ απ᾽ τον Έκτορα εγγύς σου είναι το τέλος».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «ὠκύμορος δή μοι, τέκος, ἔσσεαι, οἷ᾽ ἀγορεύεις· | αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ᾽ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 266
- πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
- ο θάνατός τους λέω δεν θ᾽ αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς λόγος Β', 2.13 (343c) @scaife.perseus
- εἰ δὲ τούτων καὶ τῶν ὁμοίων ἀνδρῶν ἕκαστος πένης μὲν ἢ πλούσιος ἢ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὸς ἢ ἄμορφος ἢ καλὸς ἢ εὔγηρως ἢ ὠκύμορος διὰ τύχην γέγονε,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 95 (95-96)
- αυτός που επιφέρει γρήγορο, πρόωρο θάνατο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 441 (440-441)
- ποῦ νύ τοι ἰοὶ | ὠκύμοροι καὶ τόξον, ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων;
- το τόξο και τα βέλη | τα φονικά τι γίνονται, που σόχει δώσει ο Φοίβος;
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ποῦ νύ τοι ἰοὶ | ὠκύμοροι καὶ τόξον, ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 441 (440-441)
- (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὠκύμορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠκύμορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.