μόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μόρος | οἱ | μόροι |
γενική | τοῦ | μόρου | τῶν | μόρων |
δοτική | τῷ | μόρῳ | τοῖς | μόροις |
αιτιατική | τὸν | μόρον | τοὺς | μόρους |
κλητική ὦ! | μόρε | μόροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόρος < θέμα μορ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που απαντά και στο μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόρος, -ου αρσενικό
- το προκαθορισμένο τέλος της ζωής των θνητών, η μοίρα, το πεπρωμένο, ο θάνατος, ο όλεθρος
- → και δείτε Μόρος: ο γιός της Νυκτός
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μοῖρα και μείρομαι
Πηγές
επεξεργασία- μόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.