Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορτός < πιθανόν από το μείρομαι ή από ινδοευρωπαϊκη ρίζα κοινή στο μαραίνω και στο μαρασμό και στο βροτό και στο λατινικό morior

  Επίθετο επεξεργασία

μορτός, όν

  • ο θνητός, αυτός που πεθαίνει, σκοτώνεται

Συνώνυμα επεξεργασία