Δείτε επίσης: μερίζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)

  Ρήμα επεξεργασία

μείρομαι (αποθετικό ρήμα)

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Εύχρηστο στους εξής τύπους:

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

μετοχές:

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία