Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εἱμαρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
εἱμαρμέν
ος
ἡ
εἱμαρμέν
η
τὸ
εἱμαρμέν
ον
γενική
τοῦ
εἱμαρμέν
ου
τῆς
εἱμαρμέν
ης
τοῦ
εἱμαρμέν
ου
δοτική
τῷ
εἱμαρμέν
ῳ
τῇ
εἱμαρμέν
ῃ
τῷ
εἱμαρμέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
εἱμαρμέν
ον
τὴν
εἱμαρμέν
ην
τὸ
εἱμαρμέν
ον
κλητική
ὦ
!
εἱμαρμέν
ε
εἱμαρμέν
η
εἱμαρμέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
εἱμαρμέν
οι
αἱ
εἱμαρμέν
αι
τὰ
εἱμαρμέν
ᾰ
γενική
τῶν
εἱμαρμέν
ων
τῶν
εἱμαρμέν
ων
τῶν
εἱμαρμέν
ων
δοτική
τοῖς
εἱμαρμέν
οις
ταῖς
εἱμαρμέν
αις
τοῖς
εἱμαρμέν
οις
αιτιατική
τοὺς
εἱμαρμέν
ους
τὰς
εἱμαρμέν
ᾱς
τὰ
εἱμαρμέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
εἱμαρμέν
οι
εἱμαρμέν
αι
εἱμαρμέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
εἱμαρμέν
ω
τὼ
εἱμαρμέν
ᾱ
τὼ
εἱμαρμέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
εἱμαρμέν
οιν
τοῖν
εἱμαρμέν
αιν
τοῖν
εἱμαρμέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εἱμαρμένος, -η, -ον
μετοχή
παρακειμένου (
εἵμαρμαι
) του
ρήματος
μείρομαι
(παίρνω το μερίδιό μου)
Συγγενικά
επεξεργασία
νέα ελληνική
:
ειμαρμένη