ειμαρμένη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειμαρμένη | ||
γενική | της | ειμαρμένης | ||
αιτιατική | την | ειμαρμένη | ||
κλητική | ειμαρμένη | |||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειμαρμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἱμαρμένη, θηλυκό του εἱμαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου (εἵμαρμαι) του ρήματος μείρομαι (παίρνω το μερίδιό μου)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ειμαρμένη θηλυκό
- (λόγιο) η τύχη, η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό κάθε ανθρώπου, που περιλαμβάνει και προδιαγράφει ολόκληρη τη ζωή του