Δείτε επίσης: βρότος

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βροτός και βρατός

  • θνητός, ο μη αθάνατος, ο μη θεϊκός, λέξη που συνήθως χρησιμοποιείτο σε αντιδιαστολή προς το θεϊκό στοιχείο
    ※  λόγος μέν ἐστ᾽ ἀρχαῖος ἀνθρώπων φανείς, ὡς οὐκ ἂν αἰῶν᾽ ἐκμάθοις βροτῶν, πρὶν ἂν θάνῃ τις, οὔτ᾽ εἰ χρηστὸς οὔτ᾽ εἴ τῳ κακός:
    η αρχαία παροιμία λέει να μην κρίνεις κανένα θνητό αν ήταν καλός ή κακός προτού πεθάνει
    ※  425 π.Χ. Ευριπίδης, Εκάβη, στ. 240
    οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν | σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο, | τοὺς δ᾽ ἐν θυραίοις·
    Γιατί ξέρω πολλούς ανθρώπους που είναι υπερόπτες, | άλλοι μακριά από τα βλέμματα του κόσμου | και άλλοι μέσα στην τύρβη των πολλών.
    Έμμετρη μετάφραση (εκδ. Κίχλη, 2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek‑language.gr

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βροτοῖς πέφυκαι τόν πεσόντα λακτίσαι : ο άνθρωπος το έχει στη φύση του να δίνει μια κλωτσιά σε εκείνον που βρίσκει πεσμένο

Συγγενικά

επεξεργασία