Ετυμολογία

επεξεργασία
βροτοφθόρος < βροτός + φθείρω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁ, ἡ βροτοφθόρος,ον

  • που φθείρει, σκοτώνει θνητούς, ανθρώπους