Δείτε επίσης: βροτός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρότος < συγγενές του βόρβορος ή ίσως από το βροτός με αναβίβαση του τόνου ή κατ' άλλους αντιστρόφως το βροτός από το βρότο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρότος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία