Δείτε επίσης: βροτός

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βρότος < συγγενές του βόρβορος ή ίσως από το βροτός με αναβίβαση του τόνου ή κατ' άλλους αντιστρόφως το βροτός από το βρότο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρότος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία