κηλιδωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηλιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κηλιδώνω
Μετοχή επεξεργασία
κηλιδωμένος, -η, -ο
- που έχει κηλιδωθεί, στιγματισμένος, σπιλωμένος
- επίκτητα κηλιδωτός (ενίοτε παροδικά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
(δείτε και κηλιδωτός, η διαφοροποίηση δεν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες)
κηλιδωμένος
|