κηλιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηλιδώνω < αρχαία ελληνική κηλιδῶ
Ρήμα
επεξεργασίακηλιδώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κηλιδώνω | κηλίδωνα | θα κηλιδώνω | να κηλιδώνω | κηλιδώνοντας | |
β' ενικ. | κηλιδώνεις | κηλίδωνες | θα κηλιδώνεις | να κηλιδώνεις | κηλίδωνε | |
γ' ενικ. | κηλιδώνει | κηλίδωνε | θα κηλιδώνει | να κηλιδώνει | ||
α' πληθ. | κηλιδώνουμε | κηλιδώναμε | θα κηλιδώνουμε | να κηλιδώνουμε | ||
β' πληθ. | κηλιδώνετε | κηλιδώνατε | θα κηλιδώνετε | να κηλιδώνετε | κηλιδώνετε | |
γ' πληθ. | κηλιδώνουν(ε) | κηλίδωναν κηλιδώναν(ε) |
θα κηλιδώνουν(ε) | να κηλιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κηλίδωσα | θα κηλιδώσω | να κηλιδώσω | κηλιδώσει | ||
β' ενικ. | κηλίδωσες | θα κηλιδώσεις | να κηλιδώσεις | κηλίδωσε | ||
γ' ενικ. | κηλίδωσε | θα κηλιδώσει | να κηλιδώσει | |||
α' πληθ. | κηλιδώσαμε | θα κηλιδώσουμε | να κηλιδώσουμε | |||
β' πληθ. | κηλιδώσατε | θα κηλιδώσετε | να κηλιδώσετε | κηλιδώστε | ||
γ' πληθ. | κηλίδωσαν κηλιδώσαν(ε) |
θα κηλιδώσουν(ε) | να κηλιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κηλιδώσει | είχα κηλιδώσει | θα έχω κηλιδώσει | να έχω κηλιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κηλιδώσει | είχες κηλιδώσει | θα έχεις κηλιδώσει | να έχεις κηλιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κηλιδώσει | είχε κηλιδώσει | θα έχει κηλιδώσει | να έχει κηλιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κηλιδώσει | είχαμε κηλιδώσει | θα έχουμε κηλιδώσει | να έχουμε κηλιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κηλιδώσει | είχατε κηλιδώσει | θα έχετε κηλιδώσει | να έχετε κηλιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κηλιδώσει | είχαν κηλιδώσει | θα έχουν κηλιδώσει | να έχουν κηλιδώσει |
|