ντροπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντροπιάζω < μεσαιωνική ελληνική ντροπιάζω < ἐντροπή
Ρήμα
επεξεργασίαντροπιάζω
- κάνω κάποιον να ντρέπεται
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ντροπιάζω | ντρόπιαζα | θα ντροπιάζω | να ντροπιάζω | ντροπιάζοντας | |
β' ενικ. | ντροπιάζεις | ντρόπιαζες | θα ντροπιάζεις | να ντροπιάζεις | ντρόπιαζε | |
γ' ενικ. | ντροπιάζει | ντρόπιαζε | θα ντροπιάζει | να ντροπιάζει | ||
α' πληθ. | ντροπιάζουμε | ντροπιάζαμε | θα ντροπιάζουμε | να ντροπιάζουμε | ||
β' πληθ. | ντροπιάζετε | ντροπιάζατε | θα ντροπιάζετε | να ντροπιάζετε | ντροπιάζετε | |
γ' πληθ. | ντροπιάζουν(ε) | ντρόπιαζαν ντροπιάζαν(ε) |
θα ντροπιάζουν(ε) | να ντροπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ντρόπιασα | θα ντροπιάσω | να ντροπιάσω | ντροπιάσει | ||
β' ενικ. | ντρόπιασες | θα ντροπιάσεις | να ντροπιάσεις | ντρόπιασε | ||
γ' ενικ. | ντρόπιασε | θα ντροπιάσει | να ντροπιάσει | |||
α' πληθ. | ντροπιάσαμε | θα ντροπιάσουμε | να ντροπιάσουμε | |||
β' πληθ. | ντροπιάσατε | θα ντροπιάσετε | να ντροπιάσετε | ντροπιάστε | ||
γ' πληθ. | ντρόπιασαν ντροπιάσαν(ε) |
θα ντροπιάσουν(ε) | να ντροπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ντροπιάσει | είχα ντροπιάσει | θα έχω ντροπιάσει | να έχω ντροπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ντροπιάσει | είχες ντροπιάσει | θα έχεις ντροπιάσει | να έχεις ντροπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ντροπιάσει | είχε ντροπιάσει | θα έχει ντροπιάσει | να έχει ντροπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ντροπιάσει | είχαμε ντροπιάσει | θα έχουμε ντροπιάσει | να έχουμε ντροπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ντροπιάσει | είχατε ντροπιάσει | θα έχετε ντροπιάσει | να έχετε ντροπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ντροπιάσει | είχαν ντροπιάσει | θα έχουν ντροπιάσει | να έχουν ντροπιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντροπιάζω