Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐντροπή < ἐντρέπω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐντροπή θηλυκό

  1. η στροφή προς κάποιον
  2. (μεταφορικά) η μεταβολή, η αλλαγή των φρονημάτων